αστοχώ

αστοχώ
αστοχώ, αστόχησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αστοχώ — και αστοχεύω ησα, ημένος 1. αποτυχαίνω: Πυροβόλησε, αλλά αστόχησε. 2. ξεχνώ, πέφτω έξω σε κάτι: Μου το είχες πει, αλλά εγώ τ αστόχησα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστοχώ — (AM ἀστοχῶ, έω) [άστοχος] 1. δεν πετυχαίνω τον στόχο, αποτυγχάνω 2. σφάλλω, πλανώμαι στην κρίση μου (μσν. νεοελλ.) δεν ευδοκιμώ («αστόχησαν τα στάρια», «αστοχήσασα η χώρα διά την λειψυδρίαν») νεοελλ. 1. ξεχνώ 2. δεν δίνω σημασία, παραμελώ …   Dictionary of Greek

  • ἀστοχῶ — ἀστοχέω miss the mark pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀστοχέω miss the mark pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποτυγχάνω — κ. τυχαίνω (AM ἀποτυγχάνω) 1. (μτβ.) δεν πετυχαίνω κάτι, αστοχώ 2. (αμτβ.) δεν πετυχαίνω τον σκοπό μου νεοελλ. (μτχ. παθ. πρκμ.) αποτυχημένος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει κατορθώσει, δεν έχει πετύχει κάτι 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ατυχήσει… …   Dictionary of Greek

  • αστόχημα — το (AM ἀστόχημα) [αστοχώ] η αποτυχία, το σφάλμα …   Dictionary of Greek

  • ατευκτώ — ἀτευκτῶ ( έω) (Α) [άτευκτος] δεν επιτυγχάνω κάτι, αστοχώ σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • δεύω — (I) δεύω (Α) 1. υγραίνω, βρέχω («δάκρυ ἔδευε παρειάς») 2. βρέχω, μουσκεύω κάτι στερεό με νερό, γάλα, κρασί κ.λπ. («δεύω ἄρτον ὕδατι») 3. αλείφω 4. φρ. «ἐρεμνόν αἶμ ἔδευσα» τού έχυσα το αίμα, έκανα να χυθεί το μαύρο του αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… …   Dictionary of Greek

  • διεκπίπτω — (Μ διεκπίπτω) [εκπίπτω] μσν. νεοελλ. (για παροιμίες, φράσεις, λέξεις κ.λπ.) παίρνω άλλη σημασία, διαμορφώνομαι αρχ. 1. εξέρχομαι, ξεφεύγω μέσα από κάτι 2. διαφεύγω, ξεφεύγω 3. αφιδρώνω 4. καταφεύγω («φυγεῑν ἐκ Κορίνθου καὶ διεκπεσεῑν εἰς Θήβας»)… …   Dictionary of Greek

  • εμπλανώμαι — ἐμπλανῶμαι ( άομαι) (Α) 1. περιπλανιέμαι 2. σφάλλω, αστοχώ …   Dictionary of Greek

  • καταμβλακεύω — (Α) παραμελώ κάτι από οκνηρία, από ραθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀμβλακεύω, μεταπλασμένος τ. τού ἀμβλακίσκω «αστοχώ, αποτυγχάνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”